σαραβαλιάζω

σαραβαλιάζω
1. μετ. износить, истрепать;
2. αμετ. 1) разваливаться; 2) дряхлеть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σαραβαλιάζω" в других словарях:

  • σαραβαλιάζω — σαραβαλιάζω, σαραβάλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαραβαλιάζω — Ν [σαράβαλο] 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ή κάποιον σαράβαλο, εξαρθρώνω, ξεχαρβαλώνω κάτι ή αχρηστεύω κάποιον (α. «έτσι όπως κάθησε, σαραβάλιασε την καρέκλα» β. «μού έδωσε τόσο που μέ σαραβάλιασε») 2. μέσ. σαραβαλιάζομαι (για πράγμ.) υφίσταμαι μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • σαραβαλιάζω — σαραβάλιασα, σαραβαλιάστηκα, σαραβαλιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι σαράβαλο, διαλύω, ξεχαρβαλώνω: Το σαραβάλιασε κιόλας το αυτοκίνητο. 2. αμτβ., γίνομαι σαράβαλο: Αυτοκίνητο σαραβαλιασμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαραβάλιασμα — το, Ν [σαραβαλιάζω] 1. το να γίνεται κάτι σαράβαλο 2. η κατάσταση τού σαραβαλιασμένου …   Dictionary of Greek

  • σαψαλίζω — σαψάλισα, γίνομαι σάψαλο, σαραβαλιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»